σφογγίζω

σφογγίζω
ΝΜ
βλ. σφουγγίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφογγίζω — βλ. σφουγγίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσμώ — (Α ἀποσμῶ, άω) νεοελλ. αφαιρώ την οσμή αρχ. 1. σφογγίζω 2. σφογγίζω καλά, καθαρίζω …   Dictionary of Greek

  • διασμώ — διασμῶ ( άω και έω) (Α) σκουπίζω καλά, σφογγίζω …   Dictionary of Greek

  • ενομόργνυμαι — ἐνομόργνυμαι (Α) [ομόργνυμαι] 1. σκουπίζω, σφογγίζω 2. εντυπώνω, αποτυπώνω, χαράσσω επάνω …   Dictionary of Greek

  • κατασφογγίζω — και κατασφουγγίζω (Μ) σφογγίζω καλά, καθαρίζω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • σφουγγίζω — και σπογγίζω ΝΜΑ, και σφογγίζω ΝΜ 1. καθαρίζω μια επιφάνεια με σφουγγάρι, με σπόγγο 2. καθαρίζω ακαθαρσία ή υγρασία (α. «σφούγισε τα χείλια σου!» β. «να σφουγγιστείς καλά στην πλάτη με την πετσέτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπογγίζω (για την εναλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • σφουγγίζω — και σφογγίζω σφούγγισα, σφουγγίστηκα, σφουγγισμένος, σκουπίζω κάτι με πετσέτα ή με σφουγγάρι ή με κάποιο άλλο μέσο: Σφούγγισε τα χέρια του στο παντελόνι. – Σφούγγισε τη μύτη με τα χέρια του. – Σφούγγισε τα δάκρυα με το μαντίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”